χειροτεχνικός, -ή

χειροτεχνικός, -ή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροτεχνία ή στο χειροτέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειροτεχνικός — skilful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικός — ή, ό / χειροτεχνικός, ή, όν, ΝΑ [χειροτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο») νεοελλ. μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές,… …   Dictionary of Greek

  • χειροτεχνικῶν — χειροτεχνικός skilful fem gen pl χειροτεχνικός skilful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικαῖς — χειροτεχνικός skilful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικαί — χειροτεχνικός skilful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικωτάτους — χειροτεχνικός skilful masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικῆς — χειροτεχνικός skilful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικῶς — χειροτεχνικός skilful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικώς — Α επίρρ. βλ. χειροτεχνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”